θηριῶ — θηριόω make into a wild beast pres subj act 1st sg θηριόω make into a wild beast pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίῳ — θηρίον wild animal neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρίωι — θηρίῳ , θηρίον wild animal neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθηρίωτος — ἀθηρίωτος, ον (Μ) [θηριῶ] αυτός που δεν αποθηριώθηκε, που δεν έγινε άγριος … Dictionary of Greek
επαντλώ — ἐπαντλῶ, έω (Α) 1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι 2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.) 3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῡσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.) 4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι … Dictionary of Greek
θηρίο — και θεριό, το (ΑΜ θηρίον) 1. άγριο ζώο, αγρίμι 2. μτφ. για πρόσ. άσπλαχνος, σκληρόκαρδος, ωμός, σκληρός, απάνθρωπος (α. «αυτός είναι θηρίο ανήμερο» β. «ώ δειλότατον συ θηρίον», Αριστοφ.) νεοελλ. 1. μτφ. (για μεγαλόσωμο άνθρωπο και για ασθενή που… … Dictionary of Greek
θηρίωμα — θηρίωμα, τὸ (Α) [θηριώ] κακό έλκος, κακοφορμισμένη πληγή … Dictionary of Greek
θηρίωσις — θηρίωσις, ἡ (Α) [θηριώ] μεταβολή σε θηρίο, μεταμόρφωση σε θηρίο … Dictionary of Greek
κατατρώγω — ((AM κατατρώγω) (επιτ. τ. τού τρώγω) 1. τρώγω κάτι μέχρι τέλους, εντελώς 2. καταβροχθίζω 3. μτφ. βασανίζω εξαντλητικά, κατατρύχω (α. «τόν κατατρώγει ο φθόνος» β. «κατατρωγόμενος κόλακι, θηρίῳ ὑπούλῳ», Ευστάθ.) 4. μτφ. ασωτεύω, σπαταλώ νεοελλ. μτφ … Dictionary of Greek
συννήχομαι — ΜΑ κολυμπώ μαζί με άλλον (α. «συνέπαιζε γὰρ αὐτῷ καὶ συνενήχετο καθ ἡμέραν», Πλούτ. β. «θαλάττιοι γεγόναμεν και συννηχόμεθα τῷ θηρίῳ», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νήχομαι «κολυμπώ»] … Dictionary of Greek